Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πονα (εί)

  • 1 больно

    больно 1. предик, πονά(ει) мне \больно μου πονά(ει), πονώ 2. нареч.: \больно ударить кого-л. χτυπώ δυνατά κάποιον
    * * *
    1. предик.

    мне бо́льно — μου πονά(ει), πονώ

    2. нареч.

    бо́льно уда́рить кого́-л. — χτυπώ δυνατά κάποιον

    Русско-греческий словарь > больно

  • 2 болеть

    -ею, -еешь, ρ.δ.
    1. ασθενώ, νοσώ, είμαι άρρωστος•

    он давно -ет αυτός είναι από καιρό άρρωστος•

    она -ет тифом αυτή είναι άρρωστη από τύφο.

    2. παλ. λυπούμαι, συμπονώ•

    болеть о нищих и убогих λυπούμαι τους φτωχούς και τους ανάπηρους.

    εκφρ.
    болеть душой ή сердцемβλ. 2 σημ.
    -ит, ρ.δ.
    (για μέλος του σώματος) πονώ•

    нога -ит το πόδι πονά•

    зубы -ят τα δόντια πονούν.

    εκφρ.
    душа ή сердце -ит – η ψυχή, η καρδιά πονά (λυπούμαι, θλίβομαι).

    Большой русско-греческий словарь > болеть

  • 3 мозжить

    -жит
    ρ.δ. πονώ, αλγώ, έχω πόνο, μου πονά•

    голову -ит το κεφάλι πονά.

    Большой русско-греческий словарь > мозжить

  • 4 корежить

    корежи||ть
    несов разг
    1. σκεβρώνω, ζαρώνω·
    2. безл:
    его \корежитьт от боли συσ-πῶμαι ἀπ' τόν πόνα \корежитьться разг σκεβρώνω, στραβώνω.

    Русско-новогреческий словарь > корежить

  • 5 надрывать

    надрыв||а́ть
    несов
    1. σχίζω ἐλαφρά, μισοσχίζω·
    2. перен:
    ·\надрыватьа́ть здоровье φθείρω (или χαλῶ) τήν ὑγεία μου· \надрыватьать свои́ силы παθαίνω ὑπερκόπωση· ◊ \надрыватьать живот со смеху σκάζω στά γέλια, πονά ἡ κοιλιά μου ἀπ' τά γέλια.

    Русско-новогреческий словарь > надрывать

  • 6 чуточку

    чу́точк||у
    нареч разг λιγουλάκι, λιγάκι, μιά στοιλιά:
    подвинься \чуточку παραμέρισε λιγάκι· мне ни \чуточкуи не больно δέν μέ πονά διόλου.

    Русско-новогреческий словарь > чуточку

  • 7 ай

    ай 1
    1. επιφ. (εκφράζει φόβο, τρόμο)• ό, αχ! ωχ!•

    ай! больно ό, πονά•

    ай! сын упал αχ! το παιδί έπεσε.

    Συνήθως χρησιμοποιείται με επανάληψη και με την ίδια σημασία: ай-ай ή ай-ай-ай όι-όι, αχ-αχ, ωχ-ωχ κ. όι-οι-οι, αχ -αχ-αχ, ωχ-ωχ-ωχ.
    2. εκφράζει μομφή, ψόγο, κατάκριση• πωπώ!•

    ай! как нехорошо! πωπώ! πόσο (τι) άσχημα!

    3. εκφράζει θαυμασμό, επιδοκιμασία• αχ! πωπώ! |ай! |как она поет αχ! τι ωραία που αυτή τραγουδάει.
    εκφρ.
    ай да... – να πως...•
    ай да молодец! – έτσι μπράβο παλικάρι μου!
    ай 2
    σύνδ. (διαλκ.) ή, είτε.

    Большой русско-греческий словарь > ай

  • 8 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 9 горло

    ουδ.
    1. λαιμός, το μπροστινό μέρος αυτού•

    схватить за горло αρπάζω (πιάνω) από το λαιμό.

    || λάρυγγας•

    у меня болит горло μου πονά ο λαιμός•

    у меня першит в -е με τρώει ο λαιμός•

    у меня пересохло в -е μου στέγνωσε ο λάρυγγας.

    2. στενό μέρος αντικειμένου•

    -бутылки ο λαιμός του μποκαλιού•

    горло залива ο λαιμός του κόλπου.

    εκφρ.
    по горло – ως το λαιμό (για βάθος)•
    кричать во все горло – ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές•
    слова застряли в горло – κομπιάζω κατά την ομιλία•
    быть занятым по горло – είτ μαι πνιγμένος από δουλειά•
    сыт по горло – (κυρλξ. κ. μτφ.) είμαι χορτάτος ως το λαιμό•
    пристать с ножом к -у – βάζω το μαχαίρι στο λαιμό (απαιτώ επίμονα)•
    брать (взять), схватить за— – πιάνω από το λαιμό (εξαναγκάζω)•
    промочить горло – βρέχω λιγάκι το λάρυγγα (πίνω λιγάκι)•
    слезы ή рыдания поступили к -у – είναι ετοιμος να κλάψει, τον πήρε το παράπονο•
    поперек стать ή вставатьκ.τ.τ. μου κάθεταΐι τσάχαλο στο μάτι (ενοχλεί, εμποδίζει).

    Большой русско-греческий словарь > горло

  • 10 довозиться

    -вожусь, -возишься
    ρ.σ.
    αταχτώ ώσπου•

    довозиться до головной боли αταχτώ ώσπου με πονά το κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > довозиться

  • 11 дочитать

    ρ.σ.μ. αποδιαβάζω, τελειώνω το διάβασμα• διαβάζω ως ένα σημείο.
    διαβάζω ώσπου•

    дочитать до головной боли διαβάζω ώσπου μου πονά το κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > дочитать

  • 12 жаловать

    -лую, -луешь, ρ.δ.
    1. μ. παλ. βραβεύω. || μτφ. αμοίβω, δωρίζω (για υπηρεσίες κ.τ.τ.)• жаловать кому землю ή кого землею δωρίζω σε κάποιον γη. || προάγω, απονέμω τίτλο ή βαθμό.
    2. αγαπώ, δείχνω ευμένεια ή προσοχή,
    3. παλ. έρχομαι, επισκέπτομαι•

    он редко к нам -ет αυτός αραιά μας επισκέπτεται.

    1. παραπονούμαι, λέγω τα παράπονα μου, τον πόνο μου• πονώ•

    он -ется, что писем не получает αυτός παραπονείται, ότι δεν παίρνει γράμματα•

    врач спросил больного: на что вы -тесь? ο γιατρός ρώτησε τον άρρωστο: τι σας πονά;

    2. μηνύω, καταγγέλλω.

    Большой русско-греческий словарь > жаловать

  • 13 заболеть

    ρ.σ.
    1. αρρωσταίνω, ασθενώ, νοσώ. || μου πονά, έχω πόνο•

    у меня -ела голова μου πόνεσε το κεφάλι.

    2. αρχίζω ν’ αρρωσταίνω.

    Большой русско-греческий словарь > заболеть

  • 14 записать

    -пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. записанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γράφω•

    записать доклад γράφω την εισήγηση•

    записать адрес γράφω τη διεύθυνση.

    2. εγγράφω (σε ταινία, δίσκο).
    3. εγγράφω σε κατάλογο, πρακτικό κ.τ.τ. записать сына в школу εγγράφω το γιο στο σχολείο•

    -ште это за мною γράψτε το στο λογαριασμό μου.

    || σημειώνω.
    4. γράφω στο όνομα, διαθέτω, κληροδοτώ•

    записать дом на жене γράφω το σπίτι στη γυναίκα.

    5. μουντζουρώνω•

    записать всю страницу каракулями γεμίζω όλη τη σελίδα με ορνιθοσκαλίσματα.

    6. αρχίζω να γράφω κλπ. ρ. βλ. писать.
    1. εγγράφομαι.
    2. παραγράφω, γράφω πολλή ώρα•

    -лся, шея болит παράγραψα, ο λαιμός μου πονά.

    || κουράζομαι από το πολύ γράψιμο• με τραβάει το γράψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > записать

  • 15 зацепить

    -едлю, -епишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зацепленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. αγκιστρώνω, γαντζώνω. || εγγίζω, θίγω άθελα. || σκαλώνω, στεργιώνω, αναρτώ.
    2. μτφ. Θίγω (αισθήματα, συμφέροντα), γγίζω εκεί που πονά.
    προσκόπτω, πιάνομαι, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι•

    рукав -лся за гвоздь το μανίκι σκάλωσε στο καρφί.

    || γαντζώνομαι, πιάνομαι, αρπάζομαι, κρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > зацепить

  • 16 корёжить

    -жу, -жишь ρ.δ. μ. (απλ.)
    1. ξεριζώνω, σπάζω•

    буря -ла деревья η θύελλα ξερίζωσε τα δέντρα.

    (απρόσ.) σκεβρώνω•

    фанеру -ит от сырости το κόντρα-πλακέ σκεβρώνει από την υγρασία.

    2. βαρυαλγώ• σφαδάζω• σπαράζω, κατατρύχομαι από τους πόνους•

    его -ит от боли αυτός κατατρύχεται από τους πόνους•

    ревматизм -ит его αυτός πονά φοβερά από τους ρευματισμούς.

    σκεβρώνω, στραβώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > корёжить

  • 17 наболеть

    -ет, μτχ. παρλθ. χρ. ρ.σ. πονώ δυνατά•

    рана -ла η πληγή πονά πολύ.

    || μτφ. λυπούμαι βαθιά, αισθάνομαι συντριβή•

    у меня -ло на сердце- πόνεσα κατάκαρδα•

    на душе -ло πόνεσα κατάψυχα.

    || μτφ. ωριμάζω.

    Большой русско-греческий словарь > наболеть

  • 18 немного

    επίρ.
    λίγο•

    голова немного болит το κεφάλι λίγο πονά•

    выпить немного воды πίνω λίγο νερό•

    немного людей λίγος κόσμος•

    у него немного денег αυτός έχει λίγα χρήματα•

    ему немного нужно αυτού λίγο του χρειάζεται•

    немного спустя λίγο μετά•

    совсем немного εντελώς λίγο•

    немного меньше, немного больше не мешает λίγο λιγότερο, λίγο περισσότερο δε βλάπτει.

    Большой русско-греческий словарь > немного

  • 19 нога

    θ.
    πόδι•

    болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•

    стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•

    тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•

    передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•

    μτφ. στήριγμα•

    -и стола τα πόδια του τραπεζιού.

    εκφρ.
    без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•
    в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•
    к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•
    на -ах – στα πόδια•
    уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•
    перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•
    деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•
    нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•
    взять -у – παίρνω βήμα•
    дать -у – δίνω βήμα•
    быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•
    поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•
    еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•
    идти ή шагать (нога) в -уκυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•
    кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•
    стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•
    слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•
    поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•
    стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•
    стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•
    хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•
    вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•
    валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•
    валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•
    на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•
    ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•
    со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•
    давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•
    левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•
    одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•
    откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•
    нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•
    чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).

    Большой русско-греческий словарь > нога

  • 20 ныть

    ною, ноешь, μτχ. ενστ. ноющий
    ρ.δ.
    1. (κ. 2ο πρόσ. δεν έχει) πονώ ελαφρά και συνεχώς•

    зубы ноют τα δόντια μου πονάν λίγο-λίγο.

    || απρόσ. πονώ αλγώ•

    ноет в костях έχω πόνο στα κόκκαλα, πονάν τα κόκκαλα.

    2. μεμψιμοιρώ, κλαίω τη μοίρα μου, μουρμουρίζω.
    3. γογγύζω.
    εκφρ.
    душа ή сердце ноет – πονά (θλίβεται) η ψυχή, η καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > ныть

См. также в других словарях:

  • ποναθῇ — πονᾱθῇ , πονέω work hard aor subj pass 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • HIPPONA — I. HIPPONA Dea equorum, quam stabularii colebant. Iuv. Sat. 8. l. 3. v. 156. Iurat Solam Eponam et facies olida ad praesepia pictas. Sed haec codicum corruptorum lectio, in melioribus tam editis, quam Manuscriptis ita legitur. Solam Eponam, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρθρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του… …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • διαλγής — διαλγής, ές (Α) 1. επώδυνος, θλιβερός 2. αυτός που πονά, που υποφέρει πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι(α) + αλγής < άλγος] …   Dictionary of Greek

  • κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …   Dictionary of Greek

  • πόνεμα — ατος, το, ΝΜ το να πονά κανείς, ο πόνος, η οδύνη και κυρίως η ψυχική νεοελλ. οδυνηρό εξάνθημα, καλόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονώ, κατά τα ουδ. σε εμα < ρ. σε εύω (πρβλ. κλάδ εμα, μάζ εμα)] …   Dictionary of Greek

  • στενεύω — Ν [στενός] 1. κάνω κάτι πιο στενό, ελαττώνω το πλάτος του («στενεύω το φόρεμα») 2. (για ένδυμα ή υπόδημα) ενοχλώ, στενοχωρώ κάποιον, τόν κάνω να πονά («μέ στενεύουν τα παπούτσια μου») 3. (αμτβ.) α) γίνομαι στενός («ο δρόμος στενεύει προς τα… …   Dictionary of Greek

  • ψυχόπονος — η, ο αυτός που πονά για τα παθήματα των άλλων, ο πονετικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»